- αβλόγητος
- η , ο неблагословлённый;
§ την έχει αβλόγητη — они живут невенчанными
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ την έχει αβλόγητη — они живут невенчанными
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αβλόγητος — και ανεβλόγητος, η, ο 1. αυτός που δεν ευλογήθηκε από ιερέα 2. η εκκλησία που μέχρι τώρα δεν εγκαινιάστηκε 3. η παράνομη συμβίωση ζευγαριού, χωρίς γάμο ευλογημένο από την Εκκλησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + βλογώ < ευλογώ] … Dictionary of Greek
αβλόγητος — η, ο εκείνος που δεν έχει ευλογηθεί από την Εκκλησία: Τον στενοχωρούσε ακόμη που χε γυναίκα αβλόγητη (αστεφάνωτη) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανευλόγητος — η, ο (Μ ἀνευλόγητος, ον) 1. αυτός που δεν ευλογήθηκε από την εκκλησία, αβλόγητος 2. αυτός που δεν ευλογείται από τον Θεό, άδικος, άνομος … Dictionary of Greek
ανευλόγητος — η, ο αβλόγητος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)